- θηητήρ
- θηητήρ (θηέομαι): beholder, i. e. fancier; τόξων, Od. 21.397†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
θηητήρ — θηητήρ, ος ὁ (Α) [θηέομαι] αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων») … Dictionary of Greek
θηητήρ — one who gazes at masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηητῆρα — θηητήρ one who gazes at masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηήτωρ — θηήτωρ, ὁ (Α) [θηέομαι] (ποιητ. τ.) βλ. θηητήρ … Dictionary of Greek